Τρεις πτυχές του ελληνικού εργατικού κινήματος

από kapetanios

Του Χάρη Αθανασιάδη
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Αθήνα, Καλοκαίρι 2008

Α. Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Όταν προσεγγίζουμε ιστορικά ένα κοινωνικό κίνημα, το πρώτο που ενδιαφέρει είναι οι απαρχές του, οι προϋποθέσεις δηλαδή και οι διαδικασίες της συγκρότησής του: Πότε, πώς και γιατί συγκροτήθηκε το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα;

Η μισθωτή εργασία

Η πρώτη και εντελώς απαραίτητη προϋπόθεση ήταν αναμφίβολα η εμφάνιση στο κοινωνικό προσκήνιο της μισθωτής εργασίας. Δεν μπορεί να υπάρξει εργατικό κίνημα, και πολύ περισσότερο η θεσμική του έκφραση, οι συνδικαλιστικές δηλαδή οργανώσεις, χωρίς την ταυτόχρονη ύπαρξη της μισθωτής εργασίας.

Στην Ελλάδα, η μισθωτή εργασία εμφανίστηκε αρχικά στον αγροτικό χώρο, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Αγρότες των ορεινών χωριών εργάζονταν ως εργάτες γης στις δυναμικές και εκχρηματισμένες σταφιδοκαλλιέργειες της βόρειας Πελοποννήσου. Εργάζονταν περιστασιακά, ορισμένους μήνες το χρόνο, ώστε να καλύψουν τον ετήσιο οικογενειακό τους προϋπολογισμό.

Μία κρίσιμη στιγμή ήταν η μετάβαση από το χωράφι στο εργοστάσιο. Η μετάβαση αυτή εκτυλίχθηκε σταδιακά κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Τρικούπη (δεκαετία του 1880) σε συνδυασμό με την κρίση της σταφίδας (δεκαετία του 1890) έστρεψε ένα τμήμα των εργατών γης στη νεογέννητη βιομηχανία, τα μεταλλεία, τη ναυτιλία και τους σιδηροδρόμους. Κρίσιμες μάζες εργατών άρχιζαν να συγκεντρώνονται στις πρώτες ελληνικές βιομηχανικές πόλεις: Τον Πειραιά, το Βόλο, την Πάτρα, τη Σύρο, το Λαύριο.

Η τάση αυτή εντείνεται στις δυο πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, καθώς διευρύνεται ο κύκλος εργασιών στο δευτερογενή τομέα. Σημαντικά συντελεί και ο εδαφικός διπλασιασμός της Ελλάδας που επετεύχθη με τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13: Εκτός από την αύξηση του πληθυσμού (και άρα τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς), μία επιπλέον σημαντική πόλη-λιμάνι, η Θεσσαλονίκη, περιήλθε εντός των συνόρων του ελληνικού κράτους.

Παρόλα αυτά η μισθωτή σχέση παρέμενε για τους περισσότερους εργαζομένους μία περιστασιακή, συμπληρωματική, δευτερεύουσα επιλογή. Ο στόχος τους ήταν η σύντομη επιστροφή στο χωριό, πράγμα που δεν επέτρεπε την ανάπτυξη ενός διακριτού εργατικού τρόπου ζωής και ενός συστήματος αξιών διαφορετικού, πιο νεωτερικού, πιο ριζοσπαστικού από το παραδοσιακό αγροτικό.

Κρίσιμη από αυτή την άποψη ήταν η δεκαετία του 1920 όταν ένα σημαντικό τμήμα των μισθωτών, οι μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι συγκρότησαν συνοικίες στα όρια των πόλεων, μην έχοντας πλέον χωριό επιστροφής, προσδέθηκαν σταθερά στο δευτερογενή τομέα.

Η σταθερή μισθωτή σχέση έγινε πλέον ο κανόνας.

Η ύπαρξη, ωστόσο, εργατών και γενικότερα μισθωτών υπαλλήλων, παρότι απολύτως αναγκαία προϋπόθεση, δεν αρκεί για τη συγκρότηση εργατικού κινήματος. Όπως, για να αναφέρω ένα κάπως αδόκιμο παράδειγμα, η ύπαρξη γυναικών δεν αρκεί για την εμφάνιση φεμινιστικού κινήματος. Ούτε οι οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις, οι χαμηλοί μισθοί, τα εξαντλητικά ωράρια και οι κακές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης μετατρέπονταν αυτόματα σε κίνημα με οργανώσεις, διάρκεια και σχέδιο. Συνήθως οδηγούσαν στη μοιρολατρία ή στην καλύτερη περίπτωση εκτονώνονταν περιστασιακά με αυθόρμητες εξεγέρσεις, όπως στα μεταλλεία της Σερίφου. Για να συγκροτηθεί ένα κοινωνικό κίνημα δεν αρκούν οι κοινωνικές προϋποθέσεις, χρειάζονται και οι ιδεολογικές.

Οι ιδεολογικές προϋποθέσεις

Το ιδρυτικό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος στον Πειραιά το Νοέμβρη του 1918

Η πλέον αξιοσημείωτη από τις ιδεολογικές προϋποθέσεις για τη συγκρότηση του ελληνικού εργατικού κινήματος ήταν αναμφίβολα η ανάπτυξη της εγχώριας σοσιαλιστικής σκέψης και δράσης. Οι πρώτοι  Έλληνες σοσιαλιστές, επηρεασμένοι από τον μαρξισμό της Β΄ Διεθνούς, εισήγαγαν στην Ελλάδα, κατά τη δεύτερη κυρίως δεκαετία του 20ού αιώνα, την προβληματική περί κοινωνικών τάξεων και ταξικής πάλης. Έδωσαν με τον τρόπο αυτό στους εργάτες μία διακριτή συλλογική ταυτότητα και στις εργατικές κινητοποιήσεις σχέδιο και προσανατολισμό. Από τις πρώτες μαρξιστικές αναλύσεις της ελληνικής κοινωνίας αξίζει να αναφερθεί «Το κοινωνικόν μας ζήτημα» του Γεώργιου Σκληρού, το οποίο γράφτηκε και εκδόθηκε στα 1907, ενόσω ο Σκληρός σπούδαζε ιατρική στη Γερμανία. Από τις ολιγάριθμες σοσιαλιστικές οργανώσεις η πιο συγκροτημένη θεωρητικά και η πιο δραστήρια ήταν αναμφίβολα η Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση της ΓΣΕΕ στα 1918.

Στην ίδια περίοδο, στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, το κόμμα των Φιλελευθέρων με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο, επιχειρούσε να συγχρονίσει την Ελλάδα με τα προηγμένα κράτη της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Μέρος αυτού του φιλελεύθερου αστικού εκσυγχρονισμού, θα πρέπει να θεωρηθεί και η εισαγωγή της πρώτης ολοκληρωμένης εργατικής νομοθεσίας. Ένας από αυτούς τους νόμους, ο νόμος 281 του 1914 «περί σωματείων», αποτελεί τη νομική βάση της ίδρυσης συνδικάτων. Ως βασικότερη ρύθμισή του θεωρήθηκε εκείνη που απαγόρευε σε εργάτες και εργοδότες να ανήκουν στην ίδια οργάνωση, θέτοντας έτσι οριστικό τέλος στη συντεχνιακή παράδοση των σωματείων αλληλεγγύης.

Συμπερασματικά, η σοσιαλιστική διανόηση και η φιλελεύθερη πολιτική λειτούργησαν ως καταλύτες, ώστε οι νέες  κοινωνικές συνθήκες που δημιουργούσε η εκβιομηχάνιση της χώρας να εκφραστούν με τη συγκρότηση του σύγχρονου εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.

Ο ρόλος της συγκυρίας

Τόσο όμως οι κοινωνικές, όσο και οι ιδεολογικές προϋποθέσεις χρειάζονται την κατάλληλη πολιτική συγκυρία για να εκφραστούν θεσμικά. Για να μορφοποιηθεί δηλαδή το εργατικό κίνημα σε εθνικά δικτυωμένη συνδικαλιστική οργάνωση: Σε Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος.

Κρίσιμο ρόλο στην περίπτωσή μας έπαιξε το λεγόμενο Συνέδριο Ειρήνης, το οποίο συγκλήθηκε στις αρχές του 1919 στο Παρίσι για να επιμερίσει κόστη και οφέλη στους ηττημένους και τους νικητές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.

Επιχειρώντας να αυξήσει τα εθνικά οφέλη από τη συμμετοχή του στη συμμαχία των νικητών, ο Βενιζέλος πρόβαλλε συστηματικά την Ελλάδα ως ένα σύγχρονο από όλες τις απόψεις ευρωπαϊκό κράτος απέναντι σε μια παρωχημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από ένα νεωτερικό ευρωπαϊκό κράτος δεν θα μπορούσε να λείπει, βεβαίως, το θεσμικά συγκροτημένο εργατικό κίνημα, τόσο στην οικονομική του εκδοχή (συνδικάτα) όσο και στην πολιτική του (σοσιαλιστικό κόμμα).

Γι’ αυτό ακριβώς, από τη θέση του πρωθυπουργού, ο Βενιζέλος παρείχε αφειδώς κρατική υποστήριξη στις διεργασίες για την ίδρυση της ΓΣΕΕ, όπως και για την ίδρυση του ΣΕΚΕ, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος. Φρόντισε μάλιστα και για τη συμμετοχή δύο σοσιαλιστών στη διπλωματική αντιπροσωπεία ελπίζοντας ότι θα λειτουργήσουν ως αντίβαρο στις εδαφικές αξιώσεις της Βουλγαρίας, μιας χώρας με πιο ισχυρή σοσιαλιστική παράδοση από την ελληνική.

Από την ανωτέρω σύνοψη, φάνηκε, ελπίζω, ότι η ανάδυση και οργανωτική συγκρότηση του ελληνικού εργατικού κινήματος (όπως και κάθε κινήματος) υπήρξε μια σύνθετη διαδικασία. Σήμερα, ένα σχεδόν αιώνα μετά, γίνεται πολύς λόγος για το ακριβώς αντίθετο: για την κρίση και την αποσύνθεση του εργατικού κινήματος τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Σε ποιο βαθμό ανταποκρίνεται αυτή η συζήτηση στην πραγματικότητα; Αν πράγματι η κρίση του συνδικαλισμού αποτελεί πρόβλημα στις μέρες μας, τότε ποιες είναι εκείνες οι κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτικές διεργασίες που συγκροτούν το υπόβαθρο αυτής της κρίσης; Και ποια θα ήταν η κατάλληλη απάντηση του οργανωμένου εργατικού κινήματος;

Β. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΑΞΕΩΝ

Ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν όσους κοινωνικούς επιστήμονες επέλεξαν ως αντικείμενο μελέτης το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα ήταν η σχέση του συνδικαλισμού με την πολιτική σκηνή. Ποιες, δηλαδή, σχέσεις αναπτύσσονται ανάμεσα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και στα πολιτικά κόμματα και πώς αυτές επηρεάζουν τα αιτήματα, τις μορφές δράσης και γενικότερα τον προσανατολισμό των συνδικάτων.

Οι επιμέρους εθνικές παραδόσεις στην Ευρώπη για το ζήτημα αυτό δύσκολα θα έλεγε κανείς ότι συγκλίνουν μεταξύ τους. Στη Γερμανία και την Αγγλία, για παράδειγμα, τα συνδικάτα ανέπτυξαν προνομιακές σχέσεις με ένα μόνο κόμμα: Το σοσιαλδημοκρατικό (SPD) στη Γερμανία και το εργατικό (Labour Party) στην Αγγλία. Αλλά ενώ στην περίπτωση της Γερμανίας το κόμμα έλεγχε τα συνδικάτα, στην Αγγλία συνέβαινε μάλλον το αντίστροφο – ως τη δεκαετία του 1980, τουλάχιστον.

Στη νότια Ευρώπη, αντιθέτως, στην Ιταλία κυρίως και την Ελλάδα, όλα σχεδόν τα κόμματα επιχείρησαν και απέκτησαν προσβάσεις στα συνδικάτα. Αλλά ενώ στην Ιταλία, η κατεύθυνση αυτή κατέληξε στη συγκρότηση διαφορετικών συνομοσπονδιών, στην Ελλάδα αναπτύχθηκε η πρακτική των διακριτών παρατάξεων, οι οποίες όμως συνυπάρχουν στην ίδια συνδικαλιστική οργάνωση.

Μία από τις μεθόδους που μπορεί να αξιοποιήσει κανείς για να ερμηνεύσει αυτές τις διαφορές είναι και η ιστορική διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο οικοδομήθηκαν οι σχέσεις συνδικάτων και κομμάτων σε κάθε χώρα. Πώς μορφοποιήθηκαν οι παρατάξεις στο ελληνικό εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα ανατρέξουμε στις δεκαετίες του 1920 και 1930 κατά τη διάρκεια των οποίων οι πρώτες διακριτές ομάδες συνδικαλιστών με διαφορετικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς μορφοποιήθηκαν οριστικά σε παρατάξεις.

Οι κομμουνιστές

Η πρώτη διακριτή ομάδα συνδικαλιστών ήταν οι κομμουνιστές, οι οποίοι επέδειξαν ευθύς εξαρχής ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον έλεγχο των εργατικών συνδικάτων, πράγμα απολύτως εξηγήσιμο, εφόσον η εργατική τάξη ήταν γι’ αυτούς το βασικό υποκείμενο της ιστορίας.

Σύμφωνα με το μοντέλο της Τρίτης Διεθνούς, την οποία ίδρυσε ο Λένιν στα 1919, η εργατική τάξη συγκροτείται οργανωτικά στο πολιτικό επίπεδο με το Κομμουνιστικό Κόμμα και στο οικονομικό επίπεδο με τα συνδικάτα. Τη συνολική ματιά στα πράγματα, και άρα την πρωτοκαθεδρία, την έχει το Κόμμα, το οποίο οφείλει να καθοδηγεί τα συνδικάτα έτσι ώστε αυτά να συντονίζουν τη δράση τους με τον ευρύτερο πολιτικό αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού.

Οι αντιλήψεις αυτές εμφανίζονται στο ελληνικό εργατικό κίνημα ήδη από το ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ, στα 1918, όταν οι κομμουνιστές (που τότε ακόμα δεν είχαν διαφοροποιηθεί από τους σοσιαλιστές) επιδίωξαν και κατάφεραν να εισαγάγουν στο καταστατικό της δύο διατάξεις. Η πρώτη υποδείκνυε πως η δράση της ΓΣΕΕ οφείλει να έχει ως κατευθυντήριο άξονα την αρχή της πάλης των τάξεων. Η δεύτερη επέβαλε την οργανική σύνδεση της ΓΣΕΕ με το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος, το ΣΕΚΕ.

Στην πιο καθαρή της μορφή η αντίληψη των κομμουνιστών για τη σχέση κόμματος-συνδικάτων εκφράστηκε μετά το 1924, όταν το ΣΕΚΕ μετεξελίχθηκε σε ΚΚΕ, και κυρίως ανάμεσα στα 1928 και 1933, όταν στην Τρίτη Διεθνή επικράτησε η γραμμή του λεγόμενου σοσιαλφασισμού, η οποία σε αδρές γραμμές θεωρούσε όλους τους μη κομμουνιστές αντικειμενικά συμμάχους του ανερχόμενου τότε φασισμού.

Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, η κατάρρευση του καπιταλισμού ήταν επικείμενη και οι κομμουνιστές έπρεπε να εντείνουν τις προσπάθειές τους ώστε να προσανατολίσουν τη δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε επαναστατική κατεύθυνση με αποκορύφωμα, στην κρίσιμη στιγμή, τη γενική πολιτική απεργία.

Αν και η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 φάνηκε να ενισχύει την ανάλυση της Τρίτης Διεθνούς, και παρόλο που οι κοινωνικές συγκρούσεις πράγματι εντάθηκαν, οι προβλέψεις για το τέλος του καπιταλισμού δεν επαληθεύτηκαν. Έτσι, το μόνο που απέφερε η προσπάθεια των ελλήνων κομμουνιστών να εφαρμόσουν τη «γραμμή» της Τρίτης Διεθνούς, ήταν η διάσπαση της ΓΣΕΕ και η συγκρότηση μιας δεύτερης ανεπίσημης οργάνωσης, η οποία είχε ως κορμό την ομοσπονδία των καπνεργατών και ονομάστηκε Ενωτική ΓΣΕΕ.

Οι Σοσιαλιστές

Μια δεύτερη διακριτή ομάδα ήταν οι σοσιαλιστές. Αρχικά, από το 1918 ως το 1924, συνυπήρχαν με τους κομμουνιστές στο πλαίσιο του ΣΕΚΕ, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος. Αποδέχονταν, άλλωστε, και αυτοί πως η δράση των συνδικάτων θα πρέπει να αποβλέπει στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Διαφοροποιήθηκαν όμως όταν το ΣΕΚΕ μετεξελίχθηκε σε ΚΚΕ, θεωρώντας ότι ο μετασχηματισμός του καπιταλιστικού συστήματος μπορούσε να επιτευχθεί με διαρκή ειρηνικό αγώνα για φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις. Ακολούθησαν δηλαδή, στο στρατηγικό αυτό ζήτημα, τις αναλύσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Εφόσον όμως στην Ελλάδα δεν υπήρχε κάποιο ισχυρό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, τα συνδικάτα έπρεπε να αναλάβουν μόνα τους την ευθύνη του αγώνα για τη βελτίωση των μισθών, των συνθηκών εργασίας και της εργασιακής ασφάλειας.

Ως πρότυπο κλάδου και συνδικαλιστικής δράσης οι σοσιαλιστές πρότασσαν τους σιδηροδρομικούς, στους οποίους άλλωστε είχαν τις πιο ισχυρές προσβάσεις. Πράγματι οι σιδηροδρομικοί αποτελούσαν για τα δεδομένα της εποχής ένα είδος εργατικής αριστοκρατίας. Είχαν αξιοπρεπείς αποδοχές, καλές συνθήκες εργασίας, πέτυχαν την εφαρμογή των νόμων για το οκτάωρο και την αργία της Κυριακής, πράγμα σπάνιο για τους άλλους κλάδους, είχαν συντάξεις, είχαν ακόμα και Αυτόματη Τιμαριθμική Προσαρμογή των μισθών τους.

Με επικεφαλής τον Δημήτρη Στρατή, οι σοσιαλιστές συνδικαλιστές κατάφεραν να αποκτήσουν τον έλεγχο της ΓΣΕΕ στο διάστημα 1926-29. Στο διάστημα αυτό βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με τους κομμουνιστές αλλά είχαν εξασφαλίσει την υποστήριξη των βενιζελικών.

Η συμμαχία τους όμως με τους βενιζελικούς έληξε στα 1929 όταν ψηφίστηκε το περιβόητο ιδιώνυμο, το οποίο αν και επισήμως στόχευε μόνο τους εχθρούς του αστικού καθεστώτος, δηλαδή τους κομμουνιστές, στην πράξη αξιοποιήθηκε για να καταστείλει κάθε εργατική κινητοποίηση. Λίγο αργότερα, στα 1931, οι σοσιαλιστές αποχώρησαν οριστικά από τη ΓΣΕΕ συγκροτώντας τα λεγόμενα Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα.

Οι Φιλελεύθεροι (Βενιζελικοί)

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο Βενιζέλος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη συγκρότηση της ΓΣΕΕ. Η συγκρότηση εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων ήταν στοιχείο του εκσυγχρονιστικού του σχεδίου με την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι η δράση τους δεν θα ξεπερνούσε τα όρια του αστικού καθεστώτος.

Ο Βενιζέλος επιχείρησε να αποτρέψει τον κίνδυνο αυτό, θέτοντας τις συνδικαλιστικές οργανώσεις υπό την εποπτεία του κράτους, ρυθμίζοντας νομοθετικά την εσωτερική τους λειτουργία, και, κυρίως, κινητοποιώντας τους κρατικούς μηχανισμούς ώστε να ελέγξει το συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό τους. Πράγματι, στο ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ, οι βενιζελικοί συνδικαλιστές με επικεφαλής τον Ευάγγελο Μαχαίρα κατάφεραν να κερδίσουν την πλειοψηφία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (έξι έναντι πέντε σοσιαλιστών), αλλά θα την χάσουν ένα μόλις χρόνο αργότερα και δεν θα την ξαναποκτήσουν παρά μόνο μετά το 1929.

Στη δεύτερη αυτή περίοδο θα συνεργαστούν με την ομάδα ενός ισχυρού ανεξάρτητου συνδικαλιστή, του Ιωάννη Καλομοίρη. Για τον Καλομοίρη οι συνδικαλιστικοί αγώνες έπρεπε να είναι αποκλειστικά οικονομικοί χωρίς άλλες πολιτικές ή ιδεολογικές προεκτάσεις. Αυτό βεβαίως σήμαινε αποδοχή και προάσπιση του υπάρχοντος αστικού καθεστώτος. Ή, αν διαβαστεί ανάποδα, σήμαινε εναντίωση στην προσπάθεια ανατροπής του. Ακριβώς γι’ αυτό, μετά το 1929, στο πνεύμα του ιδιωνύμου, με την ομάδα του Καλομοίρη συνεργάστηκαν και οι λιγοστοί τότε αντιβενιζελικοί συνδικαλιστές, όπως και ο Αριστείδης Δημητράτος, μία προσωπικότητα αμφιλεγόμενη, ο οποίος ξεκίνησε από τον κομμουνιστικό χώρο στα 1918 και διατρέχοντας όλο το πολιτικό φάσμα έφτασε να γίνει υφυπουργός εργασίας του Μεταξά είκοσι χρόνια αργότερα.

Συμπερασματικά

Στη δεκαετία του 1930 υπήρχαν, συνεπώς, τρεις τριτοβάθμιες οργανώσεις: Η επίσημη ΓΣΕΕ ελέγχεται από τους φιλελεύθερων (βενιζελικών) με την υποστήριξη και των λιγοστών συντηρητικών (αντιβενιζελικών), τα Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα δημιούργημα των σοσιαλιστών, και η Ενωτική ΓΣΕΕ καθοδηγούμενη από τους κομμουνιστές. Μια εικόνα που θα προσιδίαζε στο ιταλικό μοντέλο αν δεν υπήρχαν οι διαρκείς διαβουλεύσεις ανάμεσα στις τρεις οργανώσεις με στόχο την επανένωση. Διότι όλοι συνέχιζαν να ομνύουν στο όνομα της ενότητας και να ενδιαφέρονται για τη νομιμοποίηση της δράσης τους, την οποία μόνο η επίσημη ΓΣΕΕ παρείχε.

Οι προσπάθειες αυτές φάνηκε να φέρνουν αποτέλεσμα γύρω στα 1936, όταν ο φόβος που δημιούργησε η άνοδος των φασιστικών κινημάτων σε όλη την Ευρώπη, ώθησε τις ανταγωνιστικές οργανώσεις να επιχειρήσουν τη συγκρότηση ενός ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου. Οι διεργασίες αυτές, ωστόσο, ανακόπηκαν με την επιβολή του μεταξικού καθεστώτος, το οποίο θα επιβάλει στη συνέχεια από τα πάνω την ενότητα του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά βεβαίως, με τους δικούς του όρους και για τους δικούς του σκοπούς.

Η ενδοσυνδικαλιστική πραγματικότητα σήμερα, στις αρχές του εικοστού αιώνα, είναι οπωσδήποτε σημαντικά διαφορετική από αυτή του μεσοπολέμου. Οι διακριτές όμως παρατάξεις εντός της ίδιας συνομοσπονδίας, η συχνή διαφοροποίηση των επιμέρους παρατάξεων σε συγκεκριμένα ζητήματα, οι εκλεκτικές συγγένειές τους με ορισμένα πολιτικά κόμματα, όλα αυτά αντλούν καταφανώς από την παράδοση της αρχικής, μεσοπολεμικής, περιόδου.

Πρόκειται για μία από εκείνες τις διαπιστώσεις, οι οποίες επιβεβαιώνουν, ότι, η έγκυρη γνώση του κοινωνικού παρελθόντος συμβάλλει στην πληρέστερη κατανόηση του κοινωνικού παρόντος και, ενδεχομένως, σε μία περισσότερο ορθολογική οργάνωση του μέλλοντος.

Γ. ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Οι κοινωνικοί θεσμοί (η υγεία, η ασφάλεια, οι συντάξεις, η εκπαίδευση), διευρύνθηκαν στην κεντρική και δυτική Ευρώπη κυρίως μεταπολεμικά, στα λεγόμενα τριάντα «ένδοξα χρόνια», από το 1945 ως το 1974, όταν την πολιτική εξουσία και την ιδεολογική ηγεμονία κατείχαν στις περισσότερες χώρες τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία είχαν διαρκείς και ισχυρούς δεσμούς με τα εργατικά συνδικάτα. Ο φιλελεύθερος καπιταλισμός του 19ου αιώνα έδωσε έτσι τη θέση του στον κοινωνικό καπιταλισμό του 20ού αιώνα.

Για να χρηματοδοτηθεί, βεβαίως, το εκτεταμένο αυτό πλέγμα των κοινωνικών θεσμών, απολύτως απαραίτητα ήταν δύο στοιχεία: Η οικονομική ανάπτυξη και η υψηλή φορολογία του κεφαλαίου. Η οικονομική άνθηση επιτεύχθηκε όταν τα ευρωπαϊκά κράτη, υπό τη διακυβέρνηση των σοσιαλιστικών κομμάτων, εφάρμοσαν την οικονομική πολιτική που είχε προτείνει ο Βρετανός οικονομολόγος Τζων Μέυναρντ Κέυνς: Επιχείρησαν συνειδητά και συστηματικά μεγάλης κλίμακας επενδύσεις στην οικονομία, ιδιαιτέρως στους βασικούς της πυλώνες (ενέργεια, συγκοινωνίες, επικοινωνίες). Η  ανοχή του κεφαλαίου στην υψηλή φορολογία διασφαλίστηκε τόσο επειδή η οικονομική ανάπτυξη αύξησε τα κέρδη όσο και, κυρίως, επειδή υπήρχε η διαρκής πίεση των εργατικών συνδικάτων και ο φόβος του αντίπαλου δέους: του κομμουνισμού. Ήταν η εποχή του ψυχρού πολέμου.

Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας

Τα τριάντα «ένδοξα χρόνια» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας δεν ήταν, ωστόσο, για τη χώρα μας διόλου ένδοξα. Κυρίως, διότι η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα της Ευρώπης, στην οποία ο ψυχρός πόλεμος εκδηλώθηκε εξαιρετικά θερμά. Το σχίσμα που προκάλεσε ο εμφύλιος στην ελληνική κοινωνία ήταν βαθύ και διήρκησε για 25 τουλάχιστον χρόνια, ως την πτώση της Δικτατορίας των συνταγματαρχών. Η οικονομική άνθηση έκανε βεβαίως και εδώ την εμφάνισή της, αλλά το πλεόνασμα που παρήγαγε, όπως άλλωστε και τα σημαντικά κεφάλαια του αμερικανικού σχεδίου ανασυγκρότησης, του λεγόμενου σχεδίου Μάρσαλ, δεν αξιοποιήθηκαν για την ανάπτυξη κοινωνικών θεσμών.

Αξιοποιήθηκαν κυρίως για την ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, του στρατού, της αστυνομίας, των τόπων εξορίας, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι οι ηττημένοι του εμφυλίου δεν θα εξεγερθούν εκ νέου. Αξιοποιήθηκαν επίσης για τον έλεγχο των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, όπως για παράδειγμα τα Πανεπιστήμια, και, κυρίως, για τον έλεγχο των εργατικών συνδικάτων, τα οποία θεωρούνταν επιρρεπή στην προπαγάνδα της Αριστεράς.

Οι μέθοδοι ελέγχου

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για να διασφαλιστεί ο έλεγχος των ομοσπονδιών, των εργατικών κέντρων και κυρίως της συνομοσπονδίας, της ΓΣΕΕ, κάθε άλλο παρά δημοκρατικές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Οι οργανώσεις που εμφάνιζαν αξιοσημείωτη συνδικαλιστική δράση χαρακτηρίζονταν κομμουνιστικές και διαγράφονταν από τη ΓΣΕΕ ή με δικαστικές παρεμβάσεις καθαιρούνταν τα διοικητικά τους συμβούλια, ενώ τα ηγετικά τους στελέχη υφίσταντο διαρκείς διώξεις, απολύσεις ή εκτοπίσεις με βάση νομοθετήματα της εμφυλιακής περιόδου. Αντιθέτως, όσες οργανώσεις, παρατάξεις ή ομάδες συνδικαλιστών υποστήριζαν τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις, χρηματοδοτούνταν προνομιακά μέσω της Εργατικής Εστίας και ισχυροποιούσαν τη θέση τους, ενώ δεν έλειπαν και τα σωματεία σφραγίδες που στήνονταν εκεί όπου υπήρχε κίνδυνος να χαθεί η πλειοψηφία.

Με τον τρόπο αυτό συγκροτήθηκαν ταχύτατα δύο πανίσχυρες ομάδες εργατοπατέρων, μία στην Αθήνα, με επικεφαλής τον Φώτη Μακρή, και μία στη Θεσσαλονίκη, με επικεφαλής τον Δημήτρη Θεοδώρου, οι οποίες έλεγχαν απολύτως την ΓΣΕΕ και την αξιοποιούσαν για την ιδεολογική και κοινωνική καθυπόταξη της αριστεράς και, βεβαίως, για την δική τους αναπαραγωγή. Στο έργο τους αυτό εκτός από την εγχώρια κυβερνητική στήριξη, είχαν και την ενεργή υποστήριξη και καθοδήγηση της λεγόμενης Διεθνούς Συνομοσπονδίας των Ελεύθερων Εργατικών Συνδικάτων, η οποία με επικεφαλής τον Τζον Μπράουν προωθούσε συστηματικά την αμερικανική μέριμνα για τον περιορισμό της επίδρασης των κομμουνιστών στην Δυτική Ευρώπη. Υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί το γεγονός ότι οι περιπτώσεις, στις οποίες η ΓΣΕΕ ηγήθηκε κάποιων συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων και προώθησε ορισμένα εργατικά συμφέροντα είναι ελάχιστες και οφείλονται καταφανώς στην πίεση που ασκούσαν οι λεγόμενες 115 ΣΕΟ.

Οι 115 ΣΕΟ

Με το όνομα «115 ΣΕΟ» (Συνεργαζόμενες Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις) έγιναν γνωστά όσα αντιπολιτευόμενα σωματεία ξέφυγαν από τον έλεγχο της ΓΣΕΕ και ανέπτυξαν δυναμική συνδικαλιστική δράση κατά τη δεκαετία του 1960. Τα σωματεία αυτά, ενώ στα τέλη του 1950 δεν ξεπερνούσαν τα 20, στα 1962 είχαν ήδη εκτιναχθεί στα 82 και ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1963, όταν η δράση τους δεν μπορούσε πλέον να αγνοηθεί, είχαν φτάσει στον αριθμό 115, με τον οποίο έμειναν στην ιστορία, παρότι συνέχιζαν να αυξάνονται αλματωδώς για να αγγίξουν τα 1000 ως τον Απρίλιο του 1967, όταν επιβλήθηκε η Δικτατορία των συνταγματαρχών. Από τις πολλές και σημαντικές ηγετικές μορφές που ξεπήδησαν από τις τάξεις των ανεξάρτητων αυτών συνδικάτων αξίζει να υπενθυμίσουμε τον Ορέστη Χατζηβασιλείου, ο οποίος αργότερα στη δεκαετία του 1980 διετέλεσε και πρόεδρος της ΓΣΕΕ.

Η εμφάνιση και δράση των 115 ΣΕΟ φαίνεται να συνδέεται άρρηκτα με την συγκρότηση και εκλογική άνοδο της Ένωσης Κέντρου. Όσο η ΕΔΑ, κατείχε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσο δηλαδή η επάνοδος της ηττημένης αριστεράς πρόβαλλε επικίνδυνα, η οποιαδήποτε συνδικαλιστική δράση στιγματιζόταν ως κομμουνιστική και απομονωνόταν αποτελεσματικά. Μόλις όμως οι κεντρώες δυνάμεις, με τα αναγνωρισμένα αντικομμουνιστικά τους διαπιστευτήρια, ανασυγκροτήθηκαν και με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου διεκδίκησαν τον εκδημοκρατισμό της χώρας, τότε η έντονη συνδικαλιστική δράση απέκτησε νομιμοποίηση και εξαπλώθηκε ταχύτατα. Εκτός άλλωστε από το αίτημα για πραγματικές αυξήσεις των μισθών, τις οποίες η οικονομική ανάπτυξη δικαιολογούσε απόλυτα, οι 115 ΣΕΟ ανήγαγαν και αυτές σε βασικό τους αίτημα τον «εκδημοκρατισμό» του συνδικαλιστικού κινήματος, τον οποίο κατανοούσαν ως μέρος του ευρύτερου εκδημοκρατισμού της χώρας. Γι’ αυτό και η εντυπωσιακή τους αύξηση αρχίζει ταυτόχρονα με τον ανένδοτο αγώνα που κηρύσσει ο Παπανδρέου μην αναγνωρίζοντας τις εκλογές του 1961, τις λεγόμενες εκλογές «βίας και νοθείας».

Ο συγκρουσιακός κύκλος

Αν όμως η πολιτική ευκαιρία που προσφέρει η Ένωση Κέντρου πυροδοτεί πράγματι την ανάπτυξη ενός μαχητικού συνδικαλισμού ανεξάρτητου από τη ΓΣΕΕ, οι κινητοποιήσεις που οργανώνουν οι 115 ΣΕΟ συμβάλλουν με τη σειρά τους καθοριστικά στη δυναμική που φέρνει τρία χρόνια αργότερα, στα 1964, την Ένωση Κέντρου στην εξουσία. Μία δυναμική που αποτυπώνεται και στην εξέλιξη του αριθμού των απεργιών: οι 103 απεργίες του 1961 γίνονται 183 το 1962, 212 το 1963 για να κορυφωθούν στον αριθμό 335 το 1964 και να ξαναπέσουν στις 252 το 1965 και να ακολουθήσουν φθίνουσα πορεία στη συνέχεια ως την επιβολή της δικτατορίας. Αλλά, βεβαίως, οι απεργίες, παρότι αποτελούν την πιο συνηθισμένη μορφή συλλογικής δράσης, δεν είναι ούτε η μόνη ούτε κατ’ ανάγκην η πιο αποτελεσματική. Από το μεσοπόλεμο ήδη το ελληνικό εργατικό κίνημα ξεδίπλωσε ένα αξιόλογο φάσμα δράσεων που ξεκινούσαν από την παράσταση στις αρχές για την υποβολή  των εκάστοτε αιτημάτων, τη δημόσια συγκέντρωση και την πορεία-διαδήλωση για την κοινωνική προβολή τους, τη στάση εργασίας και την απεργία ως άσκηση πίεσης για προώθησή τους, και ορισμένες φορές, όταν η αντιπαράθεση κλιμακωνόταν, την κατάληψη των χώρων εργασίας, η οποία συνήθως κατέληγε σε βίαιες συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας. Αν λοιπόν στις απεργίες προστεθούν και οι υπόλοιπες μορφές διαμαρτυρίας (κι αν προσθέσουμε και τις κινητοποιήσεις που οργανώθηκαν από το φοιτητικό κίνημα της εποχής) τότε η εικόνα διαμορφώνεται ως εξής:

«Το 1959, παρά την ενίσχυση της Αριστεράς στο ελληνικό κοινοβούλιο και την αναγόρευσή της σε αξιωματική αντιπολίτευση, καταγράφονται μόλις 172 συμβάντα διαμαρτυρίας. Το 1960 θα εντοπιστούν 212 συμβάντα διαμαρτυρίας, ενώ το 1961, έτος εκλογών (29 Οκτωβρίου), τα συμβάντα διαμαρτυρίας βρίσκονται στο ίδιο περίπου επίπεδο (226). Η σχεδόν κατακόρυφη αύξηση των συμβάντων διαμαρτυρίας σημειώνονται το 1962 και το 1963. (…) για το 1962 θα εντοπιστούν 503 συμβάντα διαμαρτυρίας, ενώ το 1963 θα φτάσουν τα 540 και το 1964 θα υποχωρήσουν στα 408». (Σερντεδάκις 2007)

Αναπτύχθηκε συνεπώς, στη δεκαετία του 1960 ένας συγκρουσιακός κύκλος, ο οποίος ξεκινώντας από συνδικαλιστικά, κυρίως οικονομικά αιτήματα, κλιμακώνεται μετά το 1961 και αποκτά ξεκάθαρες πολιτικές στοχεύσεις. Απαντά στην ανάγκη για εκδημοκρατισμό της ελληνικής κοινωνίας και συναρτάται με την υπόσχεση της Ένωσης Κέντρου για την επίτευξη αυτού του στόχου. Όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου εξωθείται από το παλάτι σε παραίτηση, τον Ιούλιο του 1965 έχουμε τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις της περιόδου. Τότε παγιώθηκε και η κλασική πλέον πορεία στο κέντρο της Αθήνας: Εκκίνηση από τα προπύλαια, κάθοδος της Πανεπιστημίου, κύκλος της Ομόνοιας, άνοδος της Σταδίου και συμβολική πολιορκία της Βουλής. Ένα μήνα αργότερα, τον Αύγουστο του 1965, μπορεί κανείς να διακρίνει την αρχή του τέλους του συγκρουσιακού κύκλου, η οποία, άλλωστε, αποτυπώνεται και χωροθετικά με την περιορισμό της πορείας μέσω της οδού Κοραή.

Η αποτυχία του κεντρώου εκδημοκρατισμού θα οδηγήσει στην αποστράτευση, όπως γλαφυρά περιγράφει αγωνιστής της εποχής: «Από τις λαοθάλασσες των Ιουλιανών περνάμε σε μικροσυγκεντρώσεις στα θέατρα. Από τις θριαμβευτικές προελάσεις στις αιματηρές και απομονωμένες συγκρούσεις. Από κατήγοροι [γινόμαστε] απολογούμενοι… από την αισιοδοξία σε ένα καταθλιπτικό ερώτημα: Θα γίνει δικτατορία; Πότε; Ποιος;» (Σεφεριάδης 2007)

Η εργατική αντιπολίτευση της μετεμφυλιακής περιόδου συνέβαλε καθοριστικά στην προσπάθεια να αναδειχθεί το αίτημα του εκδημοκρατισμού μέσα στην πιο σκοτεινή εποχή που πέρασε η ελληνική κοινωνία, αν και βεβαίως, δεν κατάφερε να εμποδίσει την επιβολή της δικτατορίας – οι διαδηλώσεις δεν σταματούν τα τανκς. Συνέβαλε επίσης με τους αγώνες της στη συντήρηση ενός ελάχιστου επιπέδου εργατικής διαβίωσης, αλλά οι εμφυλιοπολεμικές λογικές και οι αντίστοιχες νομικές ρυθμίσεις (όπως για παράδειγμα το περιβόητο πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων) δεν επέτρεψαν να αξιοποιηθεί η ευνοϊκή οικονομική συγκυρία και να προωθηθεί το κοινωνικό κράτος – η ιστορική αυτή κατάκτηση του δυτικοευρωπαϊκού εργατικού κινήματος.

Όταν μετά την πτώση της δικτατορίας δόθηκε επιτέλους και στη χώρα μας η πολιτική ευκαιρία, άρχισε να εκλείπει η οικονομική. Η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε ήδη εκδηλωθεί και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία άρχισε να κλονίζεται από τις ολοένα εντεινόμενες επιθέσεις του νεοφιλελευθερισμού.

Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού

Πράγματι, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η εντυπωσιακή ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, αποτελεσματικότητα της σοσιαλδημοκρατίας και η συναίνεση που απολάμβανε κλονίζονται αρχικά από τις αλλεπάλληλες πετρελαϊκές κρίσεις (του 1973 και του 1979), ενώ η κάμψη του εργατικού κινήματος (ιδιαιτέρως κατά τη δεκαετία του 1980) της αφαιρεί τα κοινωνικά στηρίγματα και η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων (1989 με 1992) εξαφανίζει το αντίπαλο δέος.

Αξιοποιώντας τη ριζική αυτή αλλαγή των συνθηκών, οι δυνάμεις της αγοράς θα προωθήσουν συστηματικά ως λύση το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης, εκκινώντας από τη Βρετανία περί το 1979. Το κράτος αποσύρεται σταδιακά από την οικονομία και την κοινωνική πρόνοια και τα άτομα αφήνονται «ελεύθερα» να βρουν λύσεις στα προβλήματα της ζωής τους και να ρυθμίσουν τις μεταξύ τους παραγωγικές σχέσεις.

Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι το κράτος αυτοπεριορίζεται σε ρόλο «νυχτοφύλακα» κατά το κλασικό πρότυπο του 19ου αιώνα. Οι νεοφιλελεύθεροι προωθούν συστηματικά ένα μικρό, αλλά ισχυρό κράτος, το οποίο θα είναι σε θέση να συντάσσει και να επιβάλλει το σύνολο των νομικών και πολιτικών κανόνων, που από τη μια μεριά θα πριμοδοτούν τον ανταγωνισμό σε όλες τις σφαίρες της κοινωνίας και από την άλλη θα «οχυρώνουν» το κράτος απέναντι στις πιέσεις που ασκούν οι ποικίλες «ομάδες συμφερόντων», δηλαδή κυρίως τα συνδικάτα. Το κράτος, σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, είναι ισχυρό, όταν μπορεί να επιβάλλει τους κανόνες λειτουργίας της ελεύθερης οικονομίας και αδύναμο, όταν γίνεται έρμαιο των συνδικάτων.

Όσο ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται, τόσο η έννοια «κοινωνικά αγαθά» συρρικνώνεται. Αρχικά εγκαταλείφθηκαν όσα από αυτά σχετίζονταν άμεσα με τα δημόσια οικονομικά. Για να μειωθεί ο πληθωρισμός εγκαταλείφθηκε ο στόχος της πλήρους απασχόλησης και για να περιοριστεί το δημόσιο χρέος μειώθηκαν δραστικά οι δημόσιες επενδύσεις. Ακολούθησαν περικοπές στην ασφάλεια και τη δημόσια υγεία, τις συντάξεις και, εν τέλει, την δημόσια εκπαίδευση. Όσα, ως τότε θεωρούνταν κοινωνικά αγαθά επιχειρείται πλέον να νοηματοδοτηθούν ξανά ως ιδιωτικά αγαθά και να εξαιρεθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Επιλογικά

Υπήρξε τελικώς κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα; Υπήρξε ποτέ συμμαχία κράτους και συνδικάτων όπως στην Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία;

Στην μεταπολίτευση πλέον, τόσο οι πρώτες κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας, όσο και κυρίως οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980, επιχείρησαν να καλύψουν τη χαμένη για τη χώρα μας τριακονταετία της μεταπολεμικής περιόδου. Εφαρμόζοντας «κεϋνσιανές» οικονομικές πολιτικές προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση, αλλά υπό την πίεση των ανεξέλεγκτων οικονομικών δεικτών και των διεθνών πολιτικών και ιδεολογικών πιέσεων, εγκατέλειψαν οριστικά την προσπάθεια στα τέλη του ’80.

Απόρροια, ωστόσο, της μεταπολιτευτικής πολιτικής ήταν η εντυπωσιακή διεύρυνση των μικροαστικών στρωμάτων και συνακόλουθα η ισχυροποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τα οποία με τη σειρά τους αναδείχθηκαν σε φορείς σοσιαλδημοκρατικών αιτημάτων και ανέπτυξαν μία κοινωνική συμμαχία με το κράτος, κυρίως με τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, το οποίο έδρασε στην πρώτη του περίοδο ως η εγχώρια εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας.

Αξιοποιώντας αυτή την ειδική σχέση τα ελληνικά συνδικάτα της μεταπολίτευσης είχαν τη δική τους διακριτή συμβολή στην οικοδόμηση ενός ελάχιστου κοινωνικού κράτους. Ενός λειψού, ωστόσο, και ασταθούς κοινωνικού κράτους, το οποίο δεν φαίνεται να αντέχει στη σύγχρονη επέλαση του νεοφιλελευθερισμού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Για τη σύνθεση του κειμένου αντλήθηκαν πραγματολογικά στοιχεία και ερμηνευτικές υποθέσεις από τα παρακάτω βιβλία και άρθρα:

Βούλγαρης, Γ. (2002), Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990, Αθήνα: Θεμέλιο

Ζαμπαρλούκου, Σ. (1997), Κράτος και εργατικός συνδικαλισμός στην Ελλάδα 1936-90, Αθήνα: Σάκκουλας

Hill, M. (1993), The Welfare State in Britain: A Political History since 1945, Καίμπριτζ: Elgar

Κουκουλές, Γ. (1997), «Αναδρομή σ’ ένα αμφιλεγόμενο παρελθόν», στο Κούλα Κασιμάτη (επιμ.), Το Ελληνικό Συνδικαλιστικό Κίνημα στο τέλος του 20ού αιώνα, Αθήνα: Gutenberg, σελ. 25-84.

Powell, M. (ed). (1999), New Labour, New Welfare State?: The ‘third way’ in British social policy, Μπρίστολ: Policy Press

Σασσούν, Ν. (2001), Εκατό χρόνια σοσιαλισμού: Η δυτικοευρωπαϊκή αριστερά στον 20ό αιώνα, Αθήνα: Καστανιώτης

Σερντεδάκις, Ν. (2007), «Συλλογική δράση και φοιτητικό κίνημα στην περίοδο 1959-1964: δομικές προϋποθέσεις, πολιτικές ευκαιρίες και ερμηνευτικά σχήματα», στο Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Σεφεριάδης και Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Η “σύντομη” δεκαετία του ’60, Αθήνα: Καστανιώτης, σελ. 241-263.

Σεφεριάδης, Σ. (1998), «Διεκδικητικό κίνημα και πολιτική: Ο ελληνικός συνδικαλισμός πριν από τη δικτατορία (1962-1967)», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 12, σελ. 5-34.

Σεφεριάδης, Σ. (2007). «Συλλογικές δράσεις, κινηματικές πρακτικές: Η “σύντομη” δεκαετία του ’60 ως “συγκρουσιακός κύκλος”» στο Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Σεφεριάδης και Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Η “σύντομη” δεκαετία του ’60, Αθήνα: Καστανιώτης, σελ. 57-77.

Φουντανόπουλος, Κ. (χ.χ.). «Μισθωτή εργασία», στο Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμ. Α1, Αθήνα: Βιβλιόραμα, σελ. 87-121.

Φουντανόπουλος, Κ. (χ.χ.). «Εργασία και εργατικό κίνημα στην Ελλάδα», στο Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμ. Β1, Αθήνα: Βιβλιόραμα, σελ. 295-335.

Σχολιάστε